- λάσιος
- -α, -οαυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, ο μαλλιαρός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λάσιος — shaggy masc nom sg λάσιος shaggy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάσιος — shaggy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… … Dictionary of Greek
λασιώτατα — λάσιος shaggy adverbial superl λάσιος shaggy neut nom/voc/acc superl pl λάσιος shaggy adverbial superl λάσιος shaggy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασιώτατον — λάσιος shaggy masc acc superl sg λάσιος shaggy neut nom/voc/acc superl sg λάσιος shaggy masc acc superl sg λάσιος shaggy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασίως — λάσιος shaggy adverbial λάσιος shaggy masc acc pl (doric) λάσιος shaggy adverbial λάσιος shaggy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασιωτάτη — λάσιος shaggy fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) λάσιος shaggy fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασιωτέρη — λάσιος shaggy fem nom/voc comp sg (epic ionic) λάσιος shaggy fem nom/voc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασιώτατοι — λάσιος shaggy masc nom/voc superl pl λάσιος shaggy masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασιώτερα — λάσιος shaggy neut nom/voc/acc comp pl λάσιος shaggy neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)